- στραγγιστός
- η , ό [ν]1) выжатый; отжатый; 2) процеженный; фильтрованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραγγιστός — και στραγγιχτός, ή, ό, Ν [στραγγίζω] αυτός που έχει υποστεί στράγγισμα ή έχει προέλθει από στράγγισμα («στραγγιστό γιαούρτι») … Dictionary of Greek
στραγγιστός — ή, ό αυτός που έχει στραγγιστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουρωτός — ή, ό, Ν [σουρώνω] στραγγιστός, στραγγισμένος … Dictionary of Greek
στραγγιστικός — ή, ό, Ν [στραγγιστός] αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στο στράγγισμα … Dictionary of Greek
υλιστός — ή, όν, Α [ὑλίζω] διυλιστός, στραγγιστός … Dictionary of Greek